bring
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bring < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική bryngen < αγγλοσαξονική bringan (φέρνω, οδηγώ, παράγω, κουβαλώ, παραθέτω, παρουσιάζω, προσφέρω) < πρωτογερμανική *bringaną (συγκρίνετε με τη δυτική φριζική bringe, κάτω σαξονική bringen, ολλανδική brengen, γερμανική bringen) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrenk- (συγκρίνετε με την ουαλική hebrwng (φέρνω, οδηγώ), τοχαρική Β pränk- (στερώ, αφαιρώ), λετονική brankti, λιθουανική branktas (σειραφόρια))
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings |
αόριστος | brought |
παθητική μετοχή | brought |
ενεργητική μετοχή | bringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bring (en) (μεταβατικό)
- (δίπτωτο) φέρνω, μεταφέρω, έρχομαι σε ένα μέρος με κάποιον ή κάτι
- ⮡ Did he bring much money with him?
- Έφερε πολλά χρήματα μαζί του;
- ⮡ She always brings an umbrella with her.
- Φέρνει πάντα ομπρέλα μαζί της.
- ⮡ I will bring it tomorrow.
- Θα το φέρω αύριο.
- ⮡ They brought their witnesses to court.
- Έφεραν τους μάρτυρές τους στο δικαστήριο.
- ⮡ They arrested him and immediately brought him to jail.
- Τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν αμέσως στη φυλακή.
- ⮡ The injured were brought to Athens by helicopter.
- Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στην Αθήνα με ελικόπτερο.
- ⮡ Did he bring much money with him?
- φέρνω, δίνω ή παρέχω σε κάποιον ή κάτι κάτι
- ⮡ He asked them to bring him a glass of milk.
- Είπε να του φέρουν ένα ποτήρι γάλα.
- ⮡ Bring me a chair!
- Φέρε μου μια καρέκλα!
- ⮡ What gift did you bring me?
- Τι δώρο μου έφερες;
- ⮡ What news did you bring for us?
- Τι νέα μας έφερες;
- ⮡ He asked them to bring him a glass of milk.
- φέρνω, προξενώ, προκαλώ, ρίχνω, κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μέρος
- ⮡ It brought tears to my eyes.
- Μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
- ⮡ The news brought shivers down my back.
- Τα νέα μου 'φεραν ρίγος στην πλάτη.
- ⮡ Chance has brought us together.
- Η τύχη μας έφερε σ' επαφή.
- Μας έφεραν στο όριο.
- ⮡ I didn’t come because I wanted to, need brought me.
- Δεν ήρθα με τη θέλησή μου, η ανάγκη με έφερε.
- ⮡ Earthquakes bring destruction.
- Οι σεισμοί φέρουν καταστροφές.
- ⮡ The strike brought unrest.
- Η απεργία έφερε αναστάτωση.
- ⮡ Let’s see what the new year will bring us.
- Να δούμε τι θα μας φέρει ο καινούριος χρόνος.
- ⮡ Money doesn’t bring happiness.
- Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία.
- ⮡ The floods brought great damage.
- Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
- ⮡ Her absence brought great anxiety to her family.
- Η απουσία της έφερε/προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
- ⮡ Chance brought us together at a party.
- Η τύχη μας έριξε μαζί σε ένα πάρτι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cause
- ⮡ It brought tears to my eyes.
- φέρνω, χρησιμοποιείται για να προχωρήσει ο λόγος ή το κείμενο από το ένα σημείο στο επόμενο
- ⮡ This brings me to the second point I’d like to make.
- Αυτό με φέρνει στο δεύτερο σημείο που θα ήθελα να αναφέρω.
- ⮡ This brings me to the second point I’d like to make.
- (bring κάποιον/κάτι + επίρρημα/πρόθεση) φέρνω, μεταφέρω, ανεβάζω, κατεβάζω, συγκεντρώνω, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή τρόπο
- ⮡ Bring the chair in.
- Φέρε την καρέκλα μέσα.
- ⮡ The oil is brought here by pipeline.
- Το πετρέλαιο μεταφέρεται με αγωγό ως εδώ.
- ⮡ Bring it up there/here.
- Ανέβασέ το εκεί/εδώ πάνω.
- ⮡ They brought it up in a basket.
- Το ανέβασαν μέσα σ' ένα καλάθι.
- ⮡ Bring the glasses down from the cupboard.
- Κατέβασε τα ποτήρια από το ντουλάπι.
- ⮡ The elevator is bringing us down to the ground floor.
- Το ασανσέρ μάς κατεβάζει έως το ισόγειο.
- ⮡ I’m bringing together all the necessary documents.
- Συγκεντρώνω όλα τα αναγκαία έγγραφα.
- ⮡ He brought his advisors together.
- Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.
- ⮡ His cries brought the neighbors running.
- Οι κραυγές του έφεραν τους γείτονες τρέχοντας.
- ⮡ Bring the chair in.
- (νομικός όρος) εγείρω αγωγή, ασκώ δίωξη, καταθέτω, ενεργώ δικαστικώς εναντίον κάποιου ή κάτι· κάνω κάποιον ή κάτι να απαντήσει σε υπόθεση στο δικαστήριο
- ⮡ They brought legal action/proceedings against him.
- Εγείρανε αγωγή εναντίον του.
- ⮡ They brought charges against her.
- Άσκησαν δίωξη εναντίον της.
- ⮡ The decision comes in a case brought by the residents of a small town.
- Η απόφαση έρχεται σε μια υπόθεση που έχει καταθέσει οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού.
- ⮡ They brought legal action/proceedings against him.
- κάνω τον εαυτό μου να κάνω κάτι, καταφέρνω να κάνω κάτι δύσκολο
- ⮡ They couldn't bring themselves to believe it.
- Δεν μπορούσαν να κάνουν τον εαυτό τους να το πιστέψουν.
- ⮡ Can you bring yourself to arrive early?
- Θα τα καταφέρεις να έρθεις νωρίς;
- ⮡ They couldn't bring themselves to believe it.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- bring < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]bring (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- bring - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 62, 933-934. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεβάζω, φέρνω
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (αγγλικά)
- Επιφωνήματα (αγγλικά)