bring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | bring |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings |
αόριστος | brought |
παθητική μετοχή | brought |
ενεργητική μετοχή | bringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
bring (en)