Μετάβαση στο περιεχόμενο

bring

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bring < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική bryngen < αγγλοσαξονική bringan (φέρνω, οδηγώ, παράγω, κουβαλώ, παραθέτω, παρουσιάζω, προσφέρω) < πρωτογερμανική *bringaną (συγκρίνετε με τη δυτική φριζική bringe, κάτω σαξονική bringen, ολλανδική brengen, γερμανική bringen) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrenk- (συγκρίνετε με την ουαλική hebrwng (φέρνω, οδηγώ), τοχαρική Β pränk- (στερώ, αφαιρώ), λετονική brankti, λιθουανική branktas (σειραφόρια))

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /brɪŋ/
 
 
ενεστώτας bring
γ΄ ενικό ενεστώτα brings
αόριστος brought
παθητική μετοχή brought
ενεργητική μετοχή bringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

bring (en) (μεταβατικό)

  1. (δίπτωτο) φέρνω, μεταφέρω, έρχομαι σε ένα μέρος με κάποιον ή κάτι
      Did he bring much money with him?
    Έφερε πολλά χρήματα μαζί του;
      She always brings an umbrella with her.
    Φέρνει πάντα ομπρέλα μαζί της.
      I will bring it tomorrow.
    Θα το φέρω αύριο.
      They brought their witnesses to court.
    Έφεραν τους μάρτυρές τους στο δικαστήριο.
      They arrested him and immediately brought him to jail.
    Τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν αμέσως στη φυλακή.
      The injured were brought to Athens by helicopter.
    Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στην Αθήνα με ελικόπτερο.
  2. φέρνω, δίνω ή παρέχω σε κάποιον ή κάτι κάτι
      He asked them to bring him a glass of milk.
    Είπε να του φέρουν ένα ποτήρι γάλα.
      Bring me a chair!
    Φέρε μου μια καρέκλα!
      What gift did you bring me?
    Τι δώρο μου έφερες;
      What news did you bring for us?
    Τι νέα μας έφερες;
  3. φέρνω, προξενώ, προκαλώ, ρίχνω, κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μέρος
      It brought tears to my eyes.
    Μου έφερε δάκρυα στα μάτια.
      The news brought shivers down my back.
    Τα νέα μου 'φεραν ρίγος στην πλάτη.
      Chance has brought us together.
    Η τύχη μας έφερε σ' επαφή.
    Μας έφεραν στο όριο.
      I didn’t come because I wanted to, need brought me.
    Δεν ήρθα με τη θέλησή μου, η ανάγκη με έφερε.
      Earthquakes bring destruction.
    Οι σεισμοί φέρουν καταστροφές.
      The strike brought unrest.
    Η απεργία έφερε αναστάτωση.
      Let’s see what the new year will bring us.
    Να δούμε τι θα μας φέρει ο καινούριος χρόνος.
      Money doesn’t bring happiness.
    Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία.
      The floods brought great damage.
    Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
      Her absence brought great anxiety to her family.
    Η απουσία της έφερε/προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
      Chance brought us together at a party.
    Η τύχη μας έριξε μαζί σε ένα πάρτι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cause
  4. φέρνω, χρησιμοποιείται για να προχωρήσει ο λόγος ή το κείμενο από το ένα σημείο στο επόμενο
      This brings me to the second point I’d like to make.
    Αυτό με φέρνει στο δεύτερο σημείο που θα ήθελα να αναφέρω.
  5. (bring κάποιον/κάτι + επίρρημα/πρόθεση) φέρνω, μεταφέρω, ανεβάζω, κατεβάζω, συγκεντρώνω, κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή τρόπο
      Bring the chair in.
    Φέρε την καρέκλα μέσα.
      The oil is brought here by pipeline.
    Το πετρέλαιο μεταφέρεται με αγωγό ως εδώ.
      Bring it up there/here.
    Ανέβασέ το εκεί/εδώ πάνω.
      They brought it up in a basket.
    Το ανέβασαν μέσα σ' ένα καλάθι.
      Bring the glasses down from the cupboard.
    Κατέβασε τα ποτήρια από το ντουλάπι.
      The elevator is bringing us down to the ground floor.
    Το ασανσέρ μάς κατεβάζει έως το ισόγειο.
      I’m bringing together all the necessary documents.
    Συγκεντρώνω όλα τα αναγκαία έγγραφα.
      He brought his advisors together.
    Συγκέντρωσε τους συμβούλους του.
      His cries brought the neighbors running.
    Οι κραυγές του έφεραν τους γείτονες τρέχοντας.
  6. (νομικός όρος) εγείρω αγωγή, ασκώ δίωξη, καταθέτω, ενεργώ δικαστικώς εναντίον κάποιου ή κάτι· κάνω κάποιον ή κάτι να απαντήσει σε υπόθεση στο δικαστήριο
      They brought legal action/proceedings against him.
    Εγείρανε αγωγή εναντίον του.
      They brought charges against her.
    Άσκησαν δίωξη εναντίον της.
      The decision comes in a case brought by the residents of a small town.
    Η απόφαση έρχεται σε μια υπόθεση που έχει καταθέσει οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού.
  7. κάνω τον εαυτό μου να κάνω κάτι, καταφέρνω να κάνω κάτι δύσκολο
      They couldn't bring themselves to believe it.
    Δεν μπορούσαν να κάνουν τον εαυτό τους να το πιστέψουν.
      Can you bring yourself to arrive early?
    Θα τα καταφέρεις να έρθεις νωρίς;

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
bring < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

bring (en)