fetch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fetch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fetches |
αόριστος | fetched |
παθητική μετοχή | fetched |
ενεργητική μετοχή | fetching |
fetch (en)
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- go fetch: άντε φέρε