Μετάβαση στο περιεχόμενο

fetch

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας fetch
γ΄ ενικό ενεστώτα fetches
αόριστος fetched
παθητική μετοχή fetched
ενεργητική μετοχή fetching

fetch (en)

  • (ειδικά βρετανική σημασία) φέρνω, πιάνω, πηγαίνω εκεί που είναι κάποιος ή κάτι και τον φέρνω πίσω
      Fetch a doctor at once!
    Φέρε αμέσως ένα γιατρό!
      Fetch me a chair.
    Πιάσε μου μια καρέκλα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη bring

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • go fetch: άντε φέρε