go
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
go < (κληρονομημένο) μέση αγγλική gon, goon < αγγλοσαξονική gan
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
go | goes |
go (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | go |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes |
αόριστος | went |
παθητική μετοχή | gone |
ενεργητική μετοχή | going |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
go (en))
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
go (eo)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
go (pl) αρσενικό και ουδέτερο
Σράναν (srn)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Αντωνυμίες (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Γλώσσα σράναν
- Ρήματα (σράναν)