Μετάβαση στο περιεχόμενο

go

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

go < (κληρονομημένο) μέση αγγλική gon, goon < αγγλοσαξονική gan

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
go goes
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

go (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) η σειρά, η θέση στην οποία τοποθετείται κάποιος μέσα σε ένα παχινίδι, μέσα σε μια δραστηριότητα
    παράδειγμα  It’s your go now!
    H σειρά σου τώρα!
    παράδειγμα  They took goes at riding the bike.
    Καβαλούσαν το ποδήλατο με τη σειρά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη turn (αμερικανική σημασία, βρετανική σημασία)
  2. (μετρήσιμο) η προσπάθεια
    παράδειγμα  Let me have a go at it.
    Άσε με να κάνω κι εγώ μια προσπάθεια.
    παράδειγμα  He had six goes at it and failed at all of them.
    Έκανε έξι προσπάθειες κι απότυχε σ' όλες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη attempt
  3. (μη μετρήσιμο, βρετανική σημασία) είμαι ενθουσιώδης, έχω ενθουσιασμό
    παράδειγμα  Young people are full of go.
    Η νεολαία είναι ενθουσιώδης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη liveliness
ενεστώτας go
γ΄ ενικό ενεστώτα goes
αόριστος went
παθητική μετοχή gone
ενεργητική μετοχή going
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

go (en)

  1. (αμετάβατο) πηγαίνω, περνάω, γυρίζω, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο
    παράδειγμα  I am going abroad/to Rome/to the countryside.
    Πηγαίνω στο εξωτερικό/στη Ρώμης/στην εξοχή.
    παράδειγμα  This thread will not go through the needle!
    Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
    παράδειγμα  The procession went past/by slowly.
    Η πομπή πέρασε αργά.
    παράδειγμα  I go by someone’s window.
    Περνώ έξω από το παράθυρο κάποιου.
    παράδειγμα  He goes from town to town.
    Γυρίζει από πόλη σε πόλη.
    παράδειγμα  She took the elevator and went up to her apartment.
    Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της.
    παράδειγμα  He went up the stairs two at a time.
    Ανέβηκε τα σκαλιά δυο δυο.
    παράδειγμα  They went down with the stairs/with the elevator.
    Κατέβηκαν με τη σκάλα/με το ασανσέρ.
    παράδειγμα  Go and open the door.
    Άντε ν' ανοίξεις την πόρτα.
  2. (αμετάβατο) πηγαίνω, βγαίνω, πηγαίνω ή ταξιδεύω, ειδικά με κάποιον άλλο, σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή για να είμαι παρών σε μια εκδήλωση
    παράδειγμα  Let’s go to my house to watch TV.
    Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση.
    παράδειγμα  Do you want to go for some beers on Saturday?
    Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;
  3. (αμετάβατο) πηγαίνω ή ταξιδεύω με συγκεκριμένο τρόπο ή σε μια συγκεκριμένη απόσταση
    παράδειγμα  We left the car and went on foot.
    Αφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια.
    παράδειγμα  I go to work by bike.
    Πάω στη δουλειά με το ποδήλατο.
    παράδειγμα  I go by train/bus/airplane/boat.
    Πηγαίνω με τρένο/λεωφορείο/αεροπλάνο/πλοίο.
    παράδειγμα  I am going at full speed.
    Πάω ολοταχώς.
    παράδειγμα  He went at a high/low speed.
    Πήγε με μεγάλη/μικρή ταχύτητα.
  4. (αμετάβατο, συχνά go flying, go running, go hurrying, κτλ.· σχηματίζεται με go + ενεργητική μετοχή του ρήματος) πετάγομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κτλ, κινούμαι με συγκεκριμένο τρόπο ή ενώ κάνω κάτι άλλο
    παράδειγμα  He went flying six meters from the explosion.
    Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη.
    παράδειγμα  She went running up the stairs.
    Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
    παράδειγμα  I went hurrying down the street.
    Κατέβηκα βιαστικά στο δρόμο.
    παράδειγμα  He got caught on a root and went stumbling forward.
    Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι.
  5. (αμετάβατο) πηγαίνω, βγαίνω, φεύγω από το ένα μέρος για να φτάσω στο άλλο
    παράδειγμα  I must be going now.
    Πρέπει να πάω/φεύγω τώρα.
    παράδειγμα  He went out of his room.
    Βγήκε από το δωμάτιό του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη leave
  6. (αμετάβατο) πηγαίνω, φεύγω από ένα μέρος για να κάνω κάτι διαφορετικό
    παράδειγμα  I am going on vacation tomorrow.
    Πάω/Φεύγω για διακοπές αύριο.
    παράδειγμα  I am going on leave.
    Είμαι σε άδεια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη leave
  7. (αμετάβατο) πηγαίνω, επισκέπτομαι ένα μέρος για συγκεκριμένο σκοπό
    παράδειγμα  I go to school/bed/prison/church/the hospital.
    Πάω στο σχολείο/στο κρεβάτι/στη φυλακή/στην εκκλησία/στο νοσοκομείο.
  8. (αμετάβατο) πηγαίνω σε μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα ή ιστότοπο
    παράδειγμα  I clicked the link to go to the next page of the website.
    Πάτησα τη σύνδεση για να πάω στην επόμενη σελίδα του ιστότοπου.
  9. (αμετάβατο) πηγαίνω, συμμετέχω σε δραστηριότητα
    παράδειγμα  I go for a swim/climb/picnic.
    Πάω (για) κολύμπι/ορειβασία/πικ νικ.
    παράδειγμα  I go shopping/fishing/walking/on a walk.
    Πάω για ψώνια/για ψάρεμα/πεζοπορία/για έναν περίπατο.
    παράδειγμα  I am going to sleep, good night!
    Πάω να κοιμηθώ, καληνύχτα!
  10. (αμετάβατο) πηγαίνω, στέλνω κάτι κάπου
    παράδειγμα  Who did the first prize go to?
    Σε ποιον πήγε το πρώτο βραβείο;
  11. (αμετάβατο, + επίρρημα/πρόθεση) περνώ, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πόσο γρήγορα ή αργά φαίνεται να περνά ο χρόνος
    παράδειγμα  The time went slowly.
    Η ώρα περνούσε αργά.
  12. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι χάνεται
    παράδειγμα  My umbrella has gone.
    Πάει την ομπρέλα μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη disappear
  13. (αμετάβατο) πηγαίνω, βγάζω, βγαίνω, οδηγεί σε κάποιο σημείο
    παράδειγμα  Where does this road go?
    Πού πάει/βγάζει αυτός ο δρόμος;
    παράδειγμα  This road doesn’t go anywhere.
    Αυτός ο δρόμος δεν βγαίνει πουθενά.
     συνώνυμα: lead
  14. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι είναι στη θέση του
    παράδειγμα  Where does this chair go?
    Που πάει αυτή η καρέκλα;
     συνώνυμα: belong
  15. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάτι χωράει κάπου
    παράδειγμα  Will all these clothes go into one suitcase?
    Θα πάνε όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fit
  16. (αμετάβατο) πηγαίνω, αποβαίνω
    παράδειγμα  How did the elections go?
    Πώς πήγαν οι εκλογές;
    παράδειγμα  If all goes well…
    Αν πάνε όλα καλά…
    παράδειγμα  Do not worry, everything will go all right.
    Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά.
    παράδειγμα  The situation is not going well there.
    Η κατάσταση δεν πάει καλά εκεί.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη turn out
  17. (αμετάβατο) γίνομαι, χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δεν βρίσκεται πλέον σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    παράδειγμα  He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
    Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης.
    παράδειγμα  The business went from problematic to profitable.
    Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.
  18. (+ επίθετο) γίνομαι διαφορετικός με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά με κακό τρόπο
    παράδειγμα  He went mad from anger.
    Έγινε τρελός από θυμό.
  19. (αμετάβατο) πηγαίνω, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    παράδειγμα  How’s work going?
    Πώς πάει η δουλειά;
    παράδειγμα  How’s it going?
    Πώς πάει;
    παράδειγμα  How did it go in London/in the exams?
    Πώς τα πήγες στο Λονδίνο/στις εξετάσεις;
    παράδειγμα  The exams didn’t go well.
    Δεν τα πήγα καλά στης εξετάσεις.
  20. (αμετάβατο) πηγαίνω, για αριθμούς
    παράδειγμα  How many times does 5 go into 30?
    Πόσες φορές πάει το 5 στο 30;
  21. πηγαίνω, ταιριάζω, μπαίνω
    παράδειγμα  They go in pairs/in twos.
    Πάνε δύο-δύο.
    παράδειγμα  The curtains go with the carpet.
    Οι κουρτίνες πάνε με τα χαλιά.
    παράδειγμα  These two colors do not go together.
    Αυτά τα δυο χρώματα δεν πάνε μαζί.
    παράδειγμα  Lemon goes in the soup, not vinegar.
    Λεμόνι μπαίνει στη σούπα, όχι ξίδι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη match
  22. (μεταβατικό και αμετάβατο) λέω, πηγαίνω, για να περιγράψει το περιεχόμενο ενός ποιήματος, τραγουδιού ή ιστορίας
    παράδειγμα  The story goes that…
    Η ιστορία λέει ότι…
    παράδειγμα  As the saying goes
    Όπως λέει η παροιμία…
    παράδειγμα  I don’t remember how this tune goes.
    Δεν θυμάμαι πώς πάει αυτός ο σκοπός.
  23. (αμετάβατο) πηγαίνω, ξοδεύω χρήματα
    παράδειγμα  How much of your salary goes to food/rent?
    Πόσα από το μισθό σου πάνε για φαγητό/ενοίκιο;
  24. (αμετάβατο, ανεπίσημο) ενεργούμαι, πάω στην τουαλέτα
    παράδειγμα  He went after three days.
    Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go < g + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

go (eo)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go < λείπει η ετυμολογία, παράβαλε: σλοβακική ho (τον)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

go (pl) αρσενικό και ουδέτερο



go