keep going

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

keep going < → δείτε τις λέξεις keep και going

Έκφραση[επεξεργασία]

keep going (en)

  • συνεχίζω
    We all stopped working but he kept going.
    Σταματήσαμε όλοι τη δουλειά αλλά αυτός συνέχισε.

Πηγές[επεξεργασία]

  • keep going - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)