turn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
turn | turns |
turn (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | turn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns |
αόριστος | turned |
παθητική μετοχή | turned |
ενεργητική μετοχή | turning |
turn (en)
- γυρνώ, γυρίζω, στρέφομαι, στρέφω, περιστρέφω
- γίνομαι, μετατρέπομαι
- ↪ He turned 100 in April. - Έγινε 100 ετών τον Απρίλιο.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
turn (ro)