Μετάβαση στο περιεχόμενο

turn away

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας turn away
γ΄ ενικό ενεστώτα turns away
αόριστος turned away
παθητική μετοχή turned away
ενεργητική μετοχή turning away

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
turn away <  δείτε τις λέξεις turn και away

turn away (en)

  1. γυρίζω πίσω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να μπει σε ένα μέρος
      They turned us away at the border.
    Μας γύρισαν πίσω στα σύνορα.
  2. διώχνω, δεν δέχομαι κάποιον ή κάτι
      He has such a large clientele that he is forced to turn people away.
    Έχει τόσο μεγάλη πελατεία που αναγκάζεται να διώχνει τον κόσμο.