πίσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίσω < μεσαιωνική ελληνική πίσω < αρχαία ελληνική ὀπίσω
Επίρρημα[επεξεργασία]
πίσω
- (τοπικό επίρρημα) το αντίθετο μέρος από αυτό προς το οποίο κινείται κάποιος ή προς το οποίο κοιτά
- (χρονικό επίρρημα) που αναφέρεται σε ή σχετίζεται με προηγούμενο ή προγενέστερο χρόνο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
πίσω
- για να δηλώσει την πρόθεση για απομάκρυνση κάποιου απρόσκλητου, ανεπιθύμητου ή εχθρού
Επίθετο[επεξεργασία]
πίσω άκλιτο
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μπαίνω από την πίσω πόρτα: ενεργώ αναξιοκρατικά
- μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα: βρίσκομαι μεταξύ δύο κινδύνων ή αδιέξοδων καταστάσεων
- παίρνω κάποιον από πίσω: τον παρακολουθώ
- πήρε το αίμα του πίσω: εκδικήθηκε
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά: κάτι κακό μπορεί να σε βρει αργότερα ή στο τέλος
- ≈ συνώνυμα: μηδένα προ του τέλους μακάριζε
- πίσω μου σ’ έχω, Σατανά: φράση που λέγεται όταν θέλουμε να αποφύγουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον πειρασμό
- το ποτάμι δε γυρίζει πίσω: δε σταματά η εξέλιξη