back
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
back (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
back | backs |
back (en)
- η πλάτη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- on one's back: ανάσκελα
- I usually sleep on my back - συνήθως κοιμάμαι ανάσκελα
- behind one’s back: πίσω από την πλάτη κάποιου
- have sb at one’s back: έχω την υποστήριξη/τις πλάτες κάποιου
- put/get sb’s back up: τσαντίζω κπ
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backs |
αόριστος | backed |
παθητική μετοχή | backed |
ενεργητική μετοχή | backing |
back (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 921. ISBN 9780194325684., λήμμα: υποστηρίζω
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
back (sv)
- η πλάτη