ανάσκελα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάσκελα < μεσαιωνική ελληνική ανάσκελα < ανά + σκέλος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανάσκελα
- για άνθρωπο που είναι ξαπλωμένος σε μια επιφάνεια, με την πίσω πλευρά του σώματος να εφάπτεται σε αυτήν, σε ύπτια θέση
- Πέφτει ανάσκελα κι' αποκοιμιέται με το φως αναμμένο. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάσκελα
|