support
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
support (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
support (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) decision support system ή DSS
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
support | supports |
support (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη supporter