στήριξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στήριξη | οι | στηρίξεις |
γενική | της | στήριξης* | των | στηρίξεων |
αιτιατική | τη | στήριξη | τις | στηρίξεις |
κλητική | στήριξη | στηρίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στηρίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στήριξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στήριξη θηλυκό