μέσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέσο | τα | μέσα |
γενική | του | μέσου | των | μέσων |
αιτιατική | το | μέσο | τα | μέσα |
κλητική | μέσο | μέσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέσο < αρχαία ελληνική μέσον, ουδέτερο του επιθέτου μέσος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέσο ουδέτερο
- κάτι που απέχει εξίσου από δύο άλλα πράγματα
- Η διάμεσος περνά από το μέσο της γραμμής.
- (μεταφορικά) κάτι που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα πράγματα
- Τον είδα στο μέσο του προαυλίου.
- κάτι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει τον σκοπό του
- Χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο για να κερδίσει.
- (μεταφορικά) πρόσωπα, γνωριμίες, που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει άνομα τον σκοπό του
- Κατάφερε να μπει στην υπηρεσία βάζοντας μέσο.
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επικοινωνία και πληροφόρηση (πχ. εφημερίδα, τηλεόραση, βιβλίο, διαδίκτυο)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μέσος