medium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmiːdɪəm/
  (ΗΠΑ)

Επίθετο[επεξεργασία]

medium (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

medium (en) (πληθ. media)

  1. το μέσο για την επίτευξη σκοπού
  2. το μέσο, ο φορέας

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • medium στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια