vehicle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vehicle | vehicles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vehicle (en)
- (μέσο μεταφορών) το όχημα
- ↪ passenger vehicle - επιβατικό όχημα
- το μέσο, οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επικοινωνία και πληροφόρηση
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 541, 638. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέσο, όχημα