airplane

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
airplane airplanes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
airplane < air + plane

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

airplane (en) (ΗΠΑ) (επίσης Καναδάς) ή aeroplane (ΗΒ; επίσης Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία)