αεροπλάνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aéroplane < aéro- (< αρχαία ελληνική ἀήρ) + -plane (< planer < λατινική planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂-)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈpla.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐πλά‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροπλάνο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών, αεροπορικός όρος πτητική συσκευή, βαρύτερη από τον αέρα, που πετά χάρη στην εμφάνιση δυναμικής άνωσης στις επιφάνειες των φτερών του
- ↪ το αεροπλάνο' απογειώνεται / προσγειώνεται σε μία ώρα
- (αργκό) που είναι σε ένταση, εκνευρισμένος
- ↪ με αυτά που κάνουν μ' έχουν κάνει αεροπλάνο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αερόπλανο (προφορικό, παρωχημένο)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτητική συσκευή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)