Μετάβαση στο περιεχόμενο

αεροπλανάκι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροπλανάκι τα αεροπλανάκια
      γενική
    αιτιατική το αεροπλανάκι τα αεροπλανάκια
     κλητική αεροπλανάκι αεροπλανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ιδιωτικό αεροπλανάκι
παιδικό αεροπλανάκι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροπλανάκι < αεροπλάν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.plaˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεροπλανάκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροπλανάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αεροπλάνο