αέρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αέρας | οι | αέρες & αέρηδες |
γενική | του | αέρα | των | αέρων & αέρηδων |
αιτιατική | τον | αέρα | τους | αέρες & αέρηδες |
κλητική | αέρα | αέρες & αέρηδες | ||
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αέρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀέρας < αρχαία ελληνική ἀήρ, αιτιατική τόν ἀέρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈe.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐έ‐ρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αέρας αρσενικό
- το σύνολο των άοσμων, άχρωμων και άγευστων αερίων που μας περιβάλλει στην ατμόσφαιρα και που το αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί
- ↪ θέλει να μας πάρει ως και τον αέρα που αναπνέουμε
- ↪ πνίγομαι, θέλω αέρα
- ο άνεμος (πληθυντικός αέρηδες)
- ↪ φυσάει αέρας
- (γενικότερα) το κλίμα
- ↪ Τι αέρα έχετε εκεί κάτω; Να πάρουμε χειμωνιάτικα ρούχα;
- το κενό
- ↪ στέκομαι στον αέρα, πυροβολώ στον αέρα, μιλάω στον αέρα κ.λπ.
- (μεταφορικά) η άνεση, η χάρη στη συμπεριφορά και τις κινήσεις, η αυτοπεποίθηση λόγω εμπειρίας, επιδεξιότητας ή αλαζονείας
- ↪ τώρα πια πήρε τον αέρα της δουλειάς
- ↪ από τότε που γύρισε από το Παρίσι, έχει άλλον αέρα
- η υπεραξία που έχει αποκτήσει μια επιχείρηση, λόγω καλής φήμης, πελατείας ή θέσης και, (κατʼ επέκταση), το χρηματικό ποσό που αναλογεί σ' αυτήν
- ↪ μας ζητάει αέρα 10.000 ευρώ.
- το δικαίωμα οικοδόμησης σε κενή ταράτσα κτηρίου
- ↪ στην κόρη του άφησε κληρονομιά μόνο τον αέρα του τριώροφου
- στοιχείο της φύσης και του πνεύματος που για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους είχε ιδιαίτερη σημασία στην κοσμογονία
- ↪ ο αέρας, το νερό, η γη και η φωτιά, με τη φιλότητα και την έχθρα (έλξη και διάσπαση) δίνουν σε όλα ζωή (Εμπεδοκλής)
- (θρησκεία) το κάλυμμα του Αγίου Δισκοπότηρου και του Αγίου Δίσκου στη λειτουργία
- άλλες μορφές: αήρ
- ↪ ο αέρας καλύπτει και συμβολίζει τη νεκρική σινδόνη του Ιησού
- όρος στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση για την φάση εκείνη κατά την οποία ο ήχος ακούγεται από το κοινό των ακροατών είτε ζωντανά (την ώρα της συνέντευξης) είτε αργότερα (όταν η μαγνητοσκοπημένη εκπομπή, προβάλλεται ή ακούγεται στο πρόγραμμα).
- ↪ Ησυχία στο στούντιο! Τελειώνουν οι διαφημίσεις και σε 3 δεύτερα θα είμαστε στον αέρα.
- ↪ η συνέντευξή του βγήκε στον αέρα χτες στις 2.30 μ.μ.
- (ιστορία) ελληνική ιαχή μάχης στο στρατό
- ↪ Αέρα!
- το αντίθετο της ενοχλητικής ή δυσλειτουργικής πυκνότητας
- ↪ Θέλει λίγο αέρα, είναι πολύ πηγμένη η σελίδα του περιοδικού όπως τη στήσαμε
- μια γενικότερη αίσθηση, ψυχολογικό κλίμα
- ↪ Κάτι πλανάται στον αέρα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (μεταφορικά) αέρας κοπανιστός και λόγια του αέρα: ενέργεια ή υποσχέσεις χωρίς ουσία ή κέρδος
- ↪ Πασχίζαμε άδικα και πήραμε αέρα κοπανιστό. Ηταν λόγια του αέρα.
- (μεταφορικά) αέρα στα πανιά σας: Καινούργια ξεκινήματα με αισιοδοξία και παρότρυνση ή (σπανίως πια) ξεπροβόδισμα
- ↪ Καλή επιτυχία κι αέρα στα πανιά σας.
- (μεταφορικά) αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω: σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα
- (μεταφορικά, λαϊκό) αέρα πατέρα: όπως τύχει, αυτός που ενεργεί απερίσκεπτα
- ανοίγω/κλείνω τον αέρα: παρέχω ή διακόπτω την παροχή αέρα μέσω μίας συσκευής
- (μεταφορικά) βγάζω αέρα λεφτά: κερδίζω πολλά χρήματα χωρίς να κοπιάζω πολύ
- βγάζω στον αέρα: μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, (μεταφορικά) δημοσιοποιώ, (κυριολεκτικά) αερίζω κάτι
- (μεταφορικά) (για ρούχα, κατασκευές κλπ) δίνω αέρα: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο
- (μεταφορικά) δε με σηκώνει ο αέρας: έχει αντίστοιχη σημασία με την έκφραση δεν με σηκώνει το κλίμα, (κυριολεκτικά) οι κλιματολογικές συνθήκες επηρεάζουν την υγεία μου
- (μεταφορικά, ειρωνικό)δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας!: όταν κάποιος λέει ή απαιτεί παράλογα πράγματα
- (μεταφορικά) δώσ' του αέρα: διώξ' τον
- (μεταφορικά) έγινε αέρας: εξανεμίστηκε, εξαφανίστηκε (είναι αντίστοιχη με την έκφραση: έγινε καπνός)
- (είμαι) στον αέρα: λέγεται για αεροσκάφος σε πτήση, (μεταφορικά) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή, (μεταφορικά) για κάτι αβέβαιο
- (μεταφορικά, ειρωνικό) ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό: δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός
- (μεταφορικά) κόβω τον αέρα: Βάζω σε κάποιον όρια, τον "βάζω στη θέση του" επειδή αποθρασσύνθηκε
- ↪ Του ’κοψε τον αέρα γιατί είχε πια παράλογες απαιτήσεις
- με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου): με την πρώτη δυσκολία
- πιάνει άερας: η αλλαγή καιρού ή η περιοχή που έχει συχνά ανέμους
- ↪ Μας πιάσανε οι αέρηδες
- Εκεί έχει πολλούς αέρηδες
- ↪ Εκεί το πιάνει ο αέρας
- (μεταφορικά) παίρνω αέρα
- αποκτώ μεγαλύτερη άνεση στη συμπεριφορά μου (φτάνοντας μέχρι και την αδιαφορία ή και την αγένεια προς τους άλλους)
- ↪ από τότε που πήρε προαγωγή, πήραν τα μυαλά του αέρα και δεν υπολογίζει κανέναν
- κυριαρχία του ενός σε διαπροσωπικές σχέσεις
- ↪ Του πήρε τον αέρα και τον κάνει πια ό,τι θέλει
- (μεταφορικά) αναπνέω καθαρό αέρα
- ↪ άνοιξε τα παράθυρα να πάρουμε αέρα, πολύ καπνό έχει εδώ μέσα
- ηρεμώ, παίρνω βαθιά αναπνοή
- ↪ βγήκε έξω να πάρει αέρα γιατί ήταν πολύ εκνευρισμένος
- αποκτώ μεγαλύτερη άνεση στη συμπεριφορά μου (φτάνοντας μέχρι και την αδιαφορία ή και την αγένεια προς τους άλλους)
- (μεταφορικά) παίρνω τον αέρα του : συνηθίζω και μαθαίνω μια ενέργεια ώστε να αποκτήσω επιδεξιότητα
- ↪ κοίτα τι γρήγορα που κάνει ποδήλατο, πήρε τον αέρα του πια!
- (μεταφορικά) πιάνει πουλιά στον αέρα: είναι πανέξυπνος
- (μεταφορικά) πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα: κάνω άσκοπες και ανεπιτυχείς ενέργειες
- (μεταφορικά, ειρωνικό) πήρε ο κώλος του αέρα: έχει αντίστοιχη σημασία με την έκφραση πήραν τα μυαλά του αέρα
- (μεταφορικά, ειρωνικό) πήραν τα μυαλά του αέρα: έχει ξεπεράσει τα όρια, έχει αποθρασυνθεί, έχει αποκτήσει μεγάλη οικειότητα, πολύ θάρρος
- (μεταφορικά) πλανάται στον αέρα: υπάρχουν φήμες, διαδόσεις
- (μεταφορικά) ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας;: όταν κάποιος μας επισκέπτεται ξαφνικά και μετά από πολύ καιρό
- ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά
- (μεταφορικά) (για χρήματα, περιουσία) σκορπίζω στον αέρα: κατασπαταλώ
- στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που δεν έχει καλή ισορροπία, δεν έχει σταθερές βάσεις και υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης
- (μεταφορικά) σφυρίζω στον αέρα: αδιαφορώ, κάνω ότι δεν καταλαβαίνω
- τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα: ανατινάζω, (μεταφορικά) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω
- τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα: αυτοκτονώ
- τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα: σκοτώνω κάποιον
- (μεταφορικά) φυσάει άλλος αέρας: για μεταβολή μιας κατάστασης προς το καλύτερο
- χάνω αέρα: (μεταφορικά, ειρωνικό, μειωτικό) είμαι μειωμένης διανοητικής αντίληψης (έχει την ίδια σημασία με την έκφραση χάνω λάδια), (κυριολεκτικά) (για ελαστικά, σαμπρέλες, σωλήνες) έχω διαρροή αέρα
- (μεταφορικά) χτίζω στον αέρα: ματαιοπονώ, τρέφω ψευδαισθήσεις
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (μεταφορικά) αέρας αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης
- (μεταφορικά) αέρας μυστηρίου
- (μεταφορικά) γλυκός αέρας ή γλυκό αεράκι: ελαφρό αεράκι
- (μεταφορικά) διαβολεμένος αέρας: πολύ δυνατός αέρας
- (κατά τη διάρκεια αεροπορικής πτήσης) κενό αέρος ή κενά αέρος:
- πουλάω/αγοράζω αέρα: πουλάω ή αγοράζω το δικαίωμα υψούν
- σαλάμι αέρος: είδος αλλαντικού
[επεξεργασία]
- Αέρηδες
- αέριος
- αέρινος
- ανάερος
- αεράτος
- αερίζω
- αερικό
- αερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αερο- στο Βικιλεξικό
δείτε και
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(άλλες σημασίες)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αέρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αέρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αέρας'.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αέρας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)