πιάνει άερας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάνει άερας < → δείτε τη λέξη πιάνει, απρόσωπη χρήση του τρίτου προσώπου του πιάνω & αέρας

Έκφραση[επεξεργασία]

πιάνει άερας

  1. (άνεμος) η αλλαγή καιρού με άνεμο
    Μας πιάσανε οι αέρηδες, και γυρίσαμε το σκάρος πίσω στο λιμάνι.
     συνώνυμα: σηκώνει αέρα
  2. για περιοχή που έχει συχνά ανέμους
    Εκείνη την παραλία την πιάνει ο αέρας, ενώ στην άλλη μεριά του νησιού είναι πιο ήσυχη η θάλασσα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]