σκορπίζω στον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
σκορπίζω στον αέρα
- (μεταφορικά, για χρήματα, περιουσία) κατασπαταλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκορπίζω στον αέρα
|