κάλυμμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάλυμμα < αρχαία ελληνική καλύπτω
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάλυμμα ουδέτερο
- καθετί που καλύπτει κάποιο έπιπλο ή άλλο αντικείμενο
- (οικονομία) το απόθεμα σε συνάλλαγμα ή παλαιότερα σε χρυσό (πια παγκοσμίως υπάρχει κεφαλαιουχικά αμελητέος αριθμός ράβδων και σαφέστατα δεν παρέχουν κάλυμμα) που διαθέτει μια εκδοτική τράπεζα και χρησιμοποιείται σαν εγγύηση για το νόμισμα που εκδίδει