χρυσός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσός < αρχαία ελληνική χρυσός < σημιτικής προέλευσης
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσός | ||
γενική | του | χρυσού | ||
αιτιατική | τον | χρυσό | ||
κλητική | χρυσέ | |||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χρυσός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 79 και χημικό σύμβολο το Au
- (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, με κίτρινο χρώμα, που χρησιμοποιείται στη κατασκευή κοσμημάτων και στην αποταμίευση, το χρυσάφι
- (συνεκδοχικά) το χρήμα, ο πλούτος
- (μεταφορικά) κάθε τι πολύτιμο
- Η σιωπή είναι χρυσός.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ο χρυσός ουσιαστικό
Επίθετο[επεξεργασία]
χρυσός
- (κυριολεκτικά) που είναι κατασκευασμένος από χρυσό
- χρυσό στέμμα, χρυσό νόμισμα
- που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφένιος
χρυσός (χρώμα):
- (μεταφορικά) καλός, ευγενικός
- χρυσός άνθρωπος, χρυσή καρδιά
- (μεταφορικά) πολύτιμος
- χρυσή ευκαιρία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρυσός επίθετο
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | χρυσός | χρυσώ | χρυσοί |
Γενική | χρυσοῦ | χρυσοῖν | χρυσῶν |
Δοτική | χρυσῷ | χρυσοῖν | χρυσοῖς |
Αιτιατική | χρυσόν | χρυσώ | χρυσούς |
Κλητική | χρυσέ | χρυσώ | χρυσοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσός < σημιτικής προέλευσης. Δείτε και μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀓𐀬𐀰 (ku-ru-so).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρυσός αρσενικό
- (μεταλλουργία) χρυσός, μάλαμα, χρυσάφι
- (συνεκδοχικά) σκεύος ή αντικείμενο από χρυσάφι
- χρυσός άπεφθος: ο χωνευμένος, καθαρός χρυσός
- χρυσός άπυρος: ο αχώνευτος χρυσός
- λευκός χρυσός: ο αναμεμιγμένος με άργυρο
- χρύσεια μέταλλα: μεταλλεία χρυσού
- (μεταφορικά) ο αγαπημένος
[επεξεργασία]
- χρύσεος και χρύσειος και χρυσοῦς
- Χρύσης ο ιερέας του Απόλλωνα
- Χρυσηίς η κόρη του Χρύσου
- χρυσεῖον
- χρυσίον
- χρυσίδιον
- χρυσίς
- χρυσῖτις
- χρυσότερος,α,ον
- χρυσόω
- χρύσωμα
Σύνθετα[επεξεργασία]
- χρυσεο-, χρυσ-
- -χρυσος
- και δείτε πάνω από 350 'χρυσ' σύνθετα @perseus.tufts.edu
- χρυσαμοιβός
- χρυσάμπυξ-υκος
- χρυσανταυγής
- χρυσάορος
- χρυσάωρ
- χρυσάρματος
- χρύσασπις
- χρυσαυγής
- χρυσεοβόστρυχος
- χρυσεόδμητος
- χρυσεόκυκλος
- χρυσεόμαλλος
- χρυσεοπήνητος
- χρυσεόπλοκος
- χρυσεοσάνδαλος
- χρυσεόστολμος
- χρυσεόστολος
- χρυσηλάκατος
- χρυσήλατος
- χρυσήνιος
- χρυσήρης
- χρυσόβωλος
- χρυσόγονος
- χρυσοδαίδαλτος
- χρυσόδετος
- χρυσοειδής
- χρυζόζυγος
- χρυσόθρονος
- χρυσοκάρηνος
- χρυσόκερως
- χρυσοκόλλητος και χρυσόκολλος
- χρυσοκόμης και δωρικός τύπος χρυσοκόμας και χρυσόκομος
- χρυσόλογχος
- χρυσόχειρ
- χρυσόλοφος
- χρυσολύρης και δωρικός τύπος χρυσολύρας
- χρυσόμαλλος
- χρυσομηλολόνθιον
- χρυσομίτρης και δωρικός τύπος χρυσομίτρας
- χρυσόπαστος
- χρυσόπαχυς
- χρυσοπέδιλος
- χρυσόπεπλος
- χρυσοπήληξ
- χρυσοποιός και χρυσουργός και χρυσοχόος, χρυσοχοεῖον, χρυσοχοέω
- χρυσόπτερος
- χρυσόρραπις
- χρυσορρόης και χρυσορόης και δωρικός τύπος χρυσορόας
- χρυσοστέφανος
- χρυσόστροφος
- χρυσότευκτος
- χρυσοτευχής
- χρυσότοξος
- χρυσότυπος
- χρυσοφαής, χρυσοφεγγής
- χρυσοφόρος, χρυσοφορέω
- χρυσοχαίτης
- χρυσοχάλινος
- χρυσωνέω
- χρυσωπός, χρυσῶπις-ιδος και χρυσώψ
- χρυσόφρυς (ψάρι)
Πηγές[επεξεργασία]
- χρυσός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χρυσός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγρός' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Μεταλλουργία (αρχαία ελληνικά)