or
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
or (en)
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
or (eu)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- or (oυσιαστικό) < λατινική aurum
- or (σύνδεσμος) < παλαιά γαλλική ore («τώρα») < λατινική hāc hōrā, «αυτήν την ώρα». Χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος από τον 12ο αιώνα.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
or | ors |
or (fr) αρσενικό
- ο χρυσός, το χρυσάφι, το μάλαμα
- (μεταφορικά) ο πλούτος, ο « χρυσός »
- l'or blanc - το χιόνι για τις χιονοδρομικές εγκαταστάσεις
- l'or noir - ο μαύρος χρυσός (το πετρέλαιο)
- l'or rouge - η ηλιακή ενέργεια
- l'or vert - ο πλούτος που προέρχεται από τη γεωργία ή από την πώληση καλλιεργήσιμων εδαφών
- (εραλδική) ένα από τα δύο εραλδικά χρώματα που παριστάνεται συμβατικά με τελείες
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
or (fr)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Σύνδεσμοι (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βασκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (βασκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Εραλδική (γαλλικά)
- Σύνδεσμοι (γαλλικά)
- Χημικά στοιχεία (γαλλικά)