πετρέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρέλαιο < πέτρα + έλαιο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pétrole)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛ.ˈtɾɛ.lɛ.ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρέλαιο ουδέτερο
- παχύρρευστο, μαύρο, βαθύ καφετί ή πρασινωπό υγρό ορυκτό καύσιμο που αποτελείται κυρίως από υδρογονάνθρακες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- αργό πετρέλαιο: το ακατέργαστο υγρό πετρέλαιο που βρίσκεται σε πορώδη πετρώματα στα ανώτερα στρώματα μερικών περιοχών του φλοιού της Γης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πετρέλαιο στα Κοινά
-
πετρέλαιο στη Βικιπαίδεια