-έλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -έλαιο | τα | -έλαια |
γενική | του | -ελαίου & -έλαιου |
των | -ελαίων |
αιτιατική | το | -έλαιο | τα | -έλαια |
κλητική | -έλαιο | -έλαια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -έλαιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -έλαιον < αρχαία ελληνική ἔλαιον[1]. → δείτε και τη λέξη έλαιο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -έ‐λαι‐ο
Επίθημα[επεξεργασία]
-έλαιο ουδέτερο
- β′ συνθετικό ουσιαστικών που αφορά λάδι καρπού ή φυτού
- β′ συνθετικό ουσιαστικών που αφορά καύσιμο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ "-έλαιο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- -έλαιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)