ορυκτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορυκτό | τα | ορυκτά |
γενική | του | ορυκτού | των | ορυκτών |
αιτιατική | το | ορυκτό | τα | ορυκτά |
κλητική | ορυκτό | ορυκτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορυκτό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρυκτόν[1], ουδέτερο του ὀρυκτός < ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃reuk-[2] / *h₃rewk- (σκάβω, οργώνω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική minéral[1][3])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾiˈkto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρυ‐κτό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορυκτό ουδέτερο
- (ορυκτολογία) ανόργανο στερεό υλικό κρυσταλλικής δομής που βρίσκεται στο φλοιό της γης (ή άλλων ουρανίων σωμάτων) και συχνά το εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος για ποικίλες χρήσεις
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ορύσσω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορυκτό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ορυκτό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ορυκτός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ορυκτός
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 ορυκτό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ ορυκτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)