δομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δομή | οι | δομές |
γενική | της | δομής | των | δομών |
αιτιατική | τη | δομή | τις | δομές |
κλητική | δομή | δομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δομή < (ελληνιστική κοινή) δομή (κτίσμα) - η αρχαία σημασία διατηρείται σήμερα στα σύνθετα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δομή θηλυκό
- η διάρθρωση ενός συνόλου καθώς και το σύνολο που χαρακτηρίζεται από μία τέτοια διάρθρωση
- (πληροφορική) ομαδοποίηση δεδομένων ώστε να είναι διαχειρίσιμα ως ομάδα, σαν μία οντότητα (βλ. δομή δεδομένων)