Μετάβαση στο περιεχόμενο

τεχνοδομή

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεχνοδομή οι τεχνοδομές
      γενική της τεχνοδομής των τεχνοδομών
    αιτιατική την τεχνοδομή τις τεχνοδομές
     κλητική τεχνοδομή τεχνοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεχνοδομή < τεχνο- + δομή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική technostructure)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τεχνοδομή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]