λιθοδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιθοδομή < αρχαία ελληνική λιθοδόμος + -ή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιθοδομή θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) η κατασκευή της τοιχοποιίας με πέτρες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αργολιθοδομή
- λιθόδμητος
- λιθοδόμημα
- λιθοδομία
- λιθοδομικός
- λιθοδομώ
- → δείτε τις λέξεις λίθος και δομή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)