λιθοδομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθοδομώ < λιθοδομή + < αρχαία ελληνική λιθοδόμος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.θo.ðoˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐δο‐μώ

λιθοδομώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]