πέτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέτρα | οι | πέτρες |
γενική | της | πέτρας | των | πετρών |
αιτιατική | την | πέτρα | τις | πέτρες |
κλητική | πέτρα | πέτρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέτρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέτρα (βράχος). Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpe.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέτρα θηλυκό
- (ορυκτολογία) σκληρό ορυκτό διαφόρων σχημάτων και μεγεθών που αφθονεί πάνω από τη γη και μέσα σ’ αυτή
- (ιατρική) συσσωμάτωση αλάτων που εμφανίζεται σε ορισμένα όργανα του σώματος
- (μεταφορικά) κάτι πολύ σκληρό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα
- η πέτρα του σκανδάλου
- κάνω πέτρα την καρδιά μου
- όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω:
- παίρνω με τις πέτρες
- πιάνω την πέτρα και γίνεται χρυσάφι: είμαι χρυσοχέρης (συνήθως στο τρίτο πρόσωπο)
- ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου)
- στύβω την πέτρα: είμαι πολύ δυνατός (συνήθως στο τρίτο πρόσωπο)
- το ξέρουν και οι πέτρες
[επεξεργασία]
και
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πέτρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέτρα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πέτρᾱ | αἱ | πέτραι |
γενική | τῆς | πέτρᾱς | τῶν | πετρῶν |
δοτική | τῇ | πέτρᾳ | ταῖς | πέτραις |
αιτιατική | τὴν | πέτρᾱν | τὰς | πέτρᾱς |
κλητική ὦ! | πέτρᾱ | πέτραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέτρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πέτραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές[επεξεργασία]
- πέτρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)