rock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Rock

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rock rocks

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rock (en)

  1. πέτρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stone
  2. (μουσική) ροκ

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rock (fr) αρσενικό