Μετάβαση στο περιεχόμενο

προεξοχή

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεξοχή οι προεξοχές
      γενική της προεξοχής των προεξοχών
    αιτιατική την προεξοχή τις προεξοχές
     κλητική προεξοχή προεξοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεξοχή < προ(εξέχω) + -εξοχή κατά το σχήμα εξέχω - εξοχή προ- (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική proéminence) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.e.ksoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προεξοχή
παλιότερος συλλαβισμός: προεξοχή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προεξοχή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]