saillie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- saillie < saillir
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saillie | saillies |
saillie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
saillie | saillies |
saillie (fr) θηλυκό