Μετάβαση στο περιεχόμενο

saillie

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saillie < saillir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
saillie saillies

saillie (fr) θηλυκό