πίπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πίπτω, ήδη ομηρικό < πι- (με αναδιπλασιασμό ενεστωτικό) + πτ- < ρίζα πετ- (όπως πέτομαι) <πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετάω) + κατάληξη -ω [1]
Ρήμα
[επεξεργασία]πίπτω (θεωρείται και παθητικό του βάλλω)
- πέφτω κάτω, καταβάλλομαι, ρίπτομαι
- πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι
- πέφτω νεκρός στη μάχη, φονεύομαι
- εντάσσομαι σε μια κατηγορία, εμπίπτω
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα πτ-, πτω-
άλλα θέματα → δείτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- πετ- → δείτε τη λέξη πέτομαι
- ποτ- → δείτε τη λέξη ποταμός
- πτε- → δείτε τη λέξη πτερόν
- πτη- → δείτε τη λέξη πτῆσις
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] πίπτω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πέφτω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πίπτω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πίπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Θέματα λέξεων με αναδιπλασιασμό (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)