πίπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίπτω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
πίπτω (θεωρείται και παθητικό του βάλλω)
- πέφτω κάτω, καταβάλλομαι, ρίπτομαι
- πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι
- πέφτω νεκρός στη μάχη, φονεύομαι
- εντάσσομαι σε μια κατηγορία, εμπίπτω
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση
|
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα
Πηγές[επεξεργασία]
- «πίπτω» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «πίπτω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πίπτω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.