εἰσπίπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εἰσπίπτω < εἰσ- + πίπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

εἰσπίπτω

  1. πέφτω μέσα σε κάτι
  2. εφορμώ
  3. εισβάλλω
  4. εμφανίζομαι ξαφνικά
  5. (για πληρωμή) εισρέω στο ταμείο

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]