πτῶμα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πτῶμᾰ | τὰ | πτώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | πτώμᾰτος | τῶν | πτωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | πτώμᾰτῐ | τοῖς | πτώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πτῶμᾰ | τὰ | πτώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | πτῶμᾰ | πτώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πτωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτῶμα, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα στον Αισχύλο < θέμα πτω- μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετάω) + -μα [1] Δείτε και πίπτω, πτῶσις.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτῶμα ουδέτερο
- η πτώση
- (μεταφορικά) η συμφορά
- οτιδήποτε έχει πέσει κάτω
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις πτῶσις και πίπτω & άλλα ομόρριζα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πτῶμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτῶμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)