Πέτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πέτρα | οι | Πέτρες |
γενική | της | Πέτρας | — | |
αιτιατική | την | Πέτρα | τις | Πέτρες |
κλητική | Πέτρα | Πέτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πέτρα < πέτρα (< αρχαία ελληνική πέτρα) και θηλυκό του Πέτρος (< γερμανική Petra ;) Κυρίως γερμανικό, αλλά όχι αποκλειστικά. Το συναντάμε και στα σουηδικά, φιλανδικά, ουγγρικά και διάφορες σλαβικές γλώσσες.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpe.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πέ‐τρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πέτρα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- τοπωνύμια σε διάφορα σημεία του πλανήτη
- γνωστή αρχαία πόλη της Ιορδανίας σκαλισμένη στο βράχο, αρχαιολογικός χώρος και σημαντικός τουριστικός προορισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Πέτρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις της Ιορδανίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ιορδανίας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)