Μετάβαση στο περιεχόμενο

μικροδομή

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροδομή οι μικροδομές
      γενική της μικροδομής των μικροδομών
    αιτιατική τη μικροδομή τις μικροδομές
     κλητική μικροδομή μικροδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικροδομή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microstructure, μικρο- + δομή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.kɾo.ðoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μικροδομή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μικροδομή θηλυκό, (νεολογισμός)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]