μικρόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικρόμετρο τα μικρόμετρα
      γενική του μικρομέτρου
μικρόμετρου
των μικρομέτρων
    αιτιατική το μικρόμετρο τα μικρόμετρα
     κλητική μικρόμετρο μικρόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικρόμετρα(1) για μέτρηση εξωτερικών διαμέτρων (παχύμετρο), εσωτερικών διαμέτρων και βάθους

μικρόμετρο αρσενικό

  1. όργανο ακριβείας που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση διαστάσεων
  2. μονάδα μήκους ίση με το εκατομμυριοστό του μέτρου, το μικρόν (μm)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]