μικρο-
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρο- < αρχαία ελληνική μικρο- < μικρός (σε κάποιες περιπτώσεις: σημασιολογικό δάνειο από λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική micro- < αρχαία ελληνική μικρο-)
Πρόθημα[επεξεργασία]
μικρο-
- α’ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη την έννοια του μικρού από πολλές απόψεις: σε μέγεθος, όγκο, ηλικία, σημασία κ.λπ.
- (ιατρική) α’ συνθετικό που δίνει στη σύνθετη λέξη την έννοια του παθολογικά μικρού