μικροαμπέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροαμπέρ < μικρο- + αμπέρ ((άμεσο δάνειο) γαλλική microampère) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροαμπέρ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισούται με ένα εκατομμυριοστό του αμπέρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροαμπέρ
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)