μικρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικρογραφία[2] θηλυκό
- τεχνική παραγωγή ή αναπαραγωγή σε μικρό μέγεθος
- ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων, που είτε διακοσμεί σελίδες χειρογράφων είτε έργα ζωγραφικής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μικρογραφικός
- μικρογράφος
- μικρογραφώ
- → δείτε τις λέξεις μικρός και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ μικρογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μόνο στον ενικό όταν αφορά την τεχνική και όχι συγκεκριμένο αντικείμενο