μικρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικρογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η μικρογραφία (el) θηλυκό, ενικός
οι μικρογραφίες (el) πληθυντικός
(μόνο στον ενικό όταν αφορά την τεχνική και όχι συγκεκριμένο αντικείμενο)
- τεχνική παραγωγή ή αναπαραγωγή σε μικρό μέγεθος
- ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων, που είτε διακοσμεί σελίδες χειρογράφων είτε έργα ζωγραφικής