μικροπρέπεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροπρέπεια < αρχαία ελληνική μικροπρέπεια < μικροπρεπής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροπρέπεια θηλυκό
- η μικροψυχία, η έλλειψη ανωτερότητας
- (ειδικότερα) η συμπεριφορά σε άλλον με άκριτη αυστηρότητα ή σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μικροπρεπής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροπρέπεια