μικροπρέπεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπρέπεια οι μικροπρέπειες
      γενική της μικροπρέπειας των μικροπρεπειών
    αιτιατική τη μικροπρέπεια τις μικροπρέπειες
     κλητική μικροπρέπεια μικροπρέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικροπρέπεια < αρχαία ελληνική μικροπρέπεια < μικροπρεπής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικροπρέπεια θηλυκό

  1. η μικροψυχία, η έλλειψη ανωτερότητας
  2. (ειδικότερα) η συμπεριφορά σε άλλον με άκριτη αυστηρότητα ή σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]