mean
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- mean < (κληρονομημένο) μέση αγγλική mene < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική mǣne
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | mean |
συγκριτικός | meaner |
υπερθετικός | meanest |
mean (en)
- πρόστυχος, χυδαίος, ποταπός, άσχημος, σκληρός, ταπεινός, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους, μη συμπαθητικός
- ↪ He was mean to her.
- Της φέρθηκε πρόστυχα.
- ↪ mean behavior - χυδαία συμπεριφορά
- ↪ He is a mean guy.
- Είναι ποταπός τύπος.
- ↪ It was mean on your part to…
- Ήταν άσχημο από μέρους σου να…
- ↪ a mean look - σκληρό βλέμμα
- ↪ mean thoughts - ταπεινές σκέψεις
- ↪ That was a mean thing to do/to say.
- Αυτό που έκανες/είπες ήταν μικροπρέπεια.
- ≈ συνώνυμα: inconsiderate, insensitive, nasty, petty, ruthless, thoughtless, uncaring και unkind
- ↪ He was mean to her.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- mean < (κληρονομημένο) μέση αγγλική meene < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική meien
Επίθετο[επεξεργασία]
mean (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mean | means |
mean (en)
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- mean < (κληρονομημένο) μέση αγγλική menen < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική mǣnan
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | mean |
γ΄ ενικό ενεστώτα | means |
αόριστος | meant |
παθητική μετοχή | meant |
ενεργητική μετοχή | meaning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
mean (en)
- (όχι στα continuous tenses) εννοώ, σημαίνω, για μια λέξη ή φράση, έχει κάτι ως νόημα στην ίδια ή σε άλλη γλώσσα
- ↪ What do these initials mean?
- Τι εννοούν αυτά τα αρχικά;
- ↪ What does this word mean?
- Τι σημαίνει αυτή η λέξη;
- ↪ The symbol X means an unknown quantity.
- Το σύμβολο X σημαίνει τον άγνωστο.
- ↪ What do these initials mean?
- (όχι στα continuous tenses) σημαίνω, έχει κάποιο νόημα
- ↪ Can you explain to me what this emblem means?
- Μπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει αυτό το έμβλημα;
- ↪ His nod meant that he agreed.
- Το κούνημα του κεφαλιού του σήμαινε ότι συμφωνούσε.
- ↪ Can you explain to me what this emblem means?
- (όχι στα continuous tenses) εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω να πω κάτι σε μια συγκεκριμένη περίσταση
- ↪ What do you mean by this/by saying no?
- Τι εννοείς μ' αυτό/λέγοντας όχι;
- ↪ Which Peter do you mean?
- Ποιον Πέτρο εννοείς;
- ↪ I didn’t mean you.
- Δεν εννοούσα εσένα.
- ↪ What is this supposed to mean?
- Τι σημαίνει αυτό σε παρακαλώ;
- ↪ What do you mean by this/by saying no?
- σημαίνω, σκοπεύω, εννοώ, προορίζω, έχει κάποιο σκοπό ή πρόθεση
- ↪ What can his silence mean?
- Τι να σημαίνει τάχα η σιωπή του;
- ↪ How long do you mean to stay?
- Πόσον καιρό σκοπεύεις να μείνεις;
- ↪ I mean to succeed this time.
- Εννοώ να πετύχω αυτή τη φορά.
- ↪ This dictionary is meant for Greek speaker who are learning English.
- Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
- ↪ Who is this meant for?
- Για ποιον προορίζεται αυτό;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intend
- ↪ What can his silence mean?
- σημαίνω, έχει κάτι ως αποτέλεσμα ή ένα πιθανό αποτέλεσμα
- ↪ I am afraid this means war.
- Φοβάμαι ότι αυτό σημαίνει πόλεμο.
- ↪ That means doing overtime.
- Αυτό σημαίνει υπερωρίες.
- ↪ The arrival of swallows means that spring has come.
- Ο ερχομός των χελιδονιών σημαίνει πως έφτασε η άνοιξη.
- ↪ I am afraid this means war.
- (χωρίς παθητική φωνή) έχω σημασία, σημαίνω, έχει αξία ή σημασία για κάποιον
- ↪ Your friendship means very much to me.
- Η φιλία σου έχει μεγάλη σημασία για μένα.
- ↪ Your friendship/your opinion means a lot to me.
- Η φιλία σου/Η γνώμη σου σημαίνει πολλά για μένα.
- ↪ Your friendship means very much to me.
- (συνήθως παθητική φωνή) επιδιώκω, προορίζω, σκοπεύω να είμαι ή να κάνω κάτι
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- mean (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- mean (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mean (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 294, 541-542, 554, 634, 728, 751, 786, 799, 981. ISBN 9780194325684., λήμμα: εννοώ, μέσος, μικροπρέπεια, όρος, ποταπός, πρόστυχος, σημαίνω, σκοπεύω, χυδαίος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ανώμαλα ρήματα (αγγλικά)