όρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όρος < αρχαία ελληνική ὁ ὅρος < τὸ ὅριον (όριο)
- όρος < αρχαία ελληνική τὸ ὄρος < ὄρνυμι (σηκώνομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɔ.ɾɔs/
- τονικό παρώνυμο: ορός
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όρος | οι | όροι |
γενική | του | όρου | των | όρων |
αιτιατική | τον | όρο | τους | όρους |
κλητική | όρε | όροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
όρος αρσενικό
- μια προϋπόθεση, μια κατάσταση για να ληφθεί μια απόφαση
- Θα έρθω υπό έναν όρο: ...
- μια διάταξη, ένα μέρος μιας συμφωνίας
- Οι όροι της συμφωνίας δεν είναι ξεκάθαροι.
- ένα όριο
- εφ' όρου ζωής: μέχρι το τέλος της ζωής, για όλη τη διάρκεια του βίου (ενός ανθρώπου)
- στοιχείο που μαζί με άλλα συγκροτεί μια ενότητα
- οι βασικοί όροι μιας πρότασης είναι το υποκείμενο και το κατηγόρημα
- οι όροι του κλάσματος
- (πληροφορική) προαιρετικός όρος σε εντολή που την εξειδικεύει
Σύνθετα[επεξεργασία]
όριο
ορολογία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) έκφραση υπό όρους, πρόταση υπό όρους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοιχείο που μαζί με άλλα συγκροτεί μια ενότητα)
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όρος | τα | όρη |
γενική | του | όρους | των | ορέων |
αιτιατική | το | όρος | τα | όρη |
κλητική | όρος | όρη | ||
όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
όρος ουδέτερο
- το βουνό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βουνό
Κατηγορίες:
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθος'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)