βουνό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουνό | τα | βουνά |
γενική | του | βουνού | των | βουνών |
αιτιατική | το | βουνό | τα | βουνά |
κλητική | βουνό | βουνά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουνό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουνό(ν) < αρχαία ελληνική βουνός (λόφος)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vuˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐νό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουνό ουδέτερο
- (γεωγραφία) μεγάλο ύψωμα του εδάφους
- ↪ ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν
- (μεταφορικά) μεγάλος φόρτος εργασίας
- ↪ άφησε τη δουλειά να μαζευτεί και τώρα του φαίνεται βουνό
- η ορεινή εξοχή
- ↪πέρσι περάσαμε τις διακοπές μας στο βουνό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά, πάει στους ανθρώπους : η τρέλα σχετίζεται με τον άνθρωπο, όχι με τη φύση
- (παροιμία) μαθημένα τα βουνά στα χιόνια : για ανθρώπους που έχουν συνηθίσει στις ταλαιπωρίες και για αυτό έχουν αντοχή στις δύσκολες στιγμές
- παίρνω τα βουνά: εγκαταλείπω ότι κάνω και φεύγω ή πάω κάπου περνώντας από δύσβατα μέρη
- τύχη βουνό: λέγεται για κάτι το οποίο απροσδόκητα βρέθηκε μπροστά μας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
ύψωμα της Γης
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- -βουνο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βουνο στο Βικιλεξικό
- -βούνι Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βούνι στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουνό
[επεξεργασία]
- ↑ «βουνό» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)