montanha
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά
(pt)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
montanha
montanhas
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
montanha
(pt)
(
γεωγραφία
)
βουνό
,
όρος
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
Γεωγραφία (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Asturianu
Azərbaycanca
Brezhoneg
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Ido
Íslenska
日本語
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Svenska
Kiswahili
Тоҷикӣ
Türkçe
中文
Bân-lâm-gú