παγόβουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγόβουνο < πάγος + βουνό < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική iceberg
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɣo.vu.no/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγόβουνο ουδέτερο
- (γεωγραφία) όγκος από πάγο (γλυκού νερού) που επιπλέει στη θάλασσα, κινούμενος από τα θαλάσσια ρεύματα
- (μεταφορικά) ψυχρός, που δεν φανερώνει τα αισθήματά του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- η κορυφή του παγόβουνου: λέγεται για καταστάσεις όπου ένα μικρό μόνο μέρος των προβλημάτων είναι φανερό ενώ το μεγαλύτερο παραμένει κρυφό (όπως το μεγαλύτερο μέρος του παγόβουνου που βρίσκεται πάντα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
παγόβουνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγόβουνο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)