ζουλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζουλού ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο
- γλώσσα που μιλιέται στη Νότια Αφρική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζουλού
|